- υδερώ
- (I)-όω, Α [ὕδερος](μόνον το παθ.) ὑδεροῡμαι, -όομαια) είμαι υδατώδηςβ) προσβάλλομαι από υδρωπικία.————————(II)-άω, Αὑδεριῶ*.[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. σχηματισμένος από τη λ. ὕδερος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.